πελτοφόρος

πελτοφόρος
πελτοφόρος ([dialect] Boeot. [suff] πελτ-φόρας IG7.210 ([place name] Aegosthena), 2823 ([place name] Hyettos), also [full] πελταφόρας, Supp.Epigr. 3.354 (Thisbe, iii B.C.)), ον, ([etym.] πέλτη)
A bearing a target, [Arist.]Pepl. 30 ; οἱ π., = πελτασταί, X.Cyr. 7.1.24, etc. ; π. ἱππεῖς light horse, Plb.3.43.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πελτοφόροι — πελτοφόρος bearing a target masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόροις — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρου — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρους — πελτοφόρος bearing a target masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρων — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”